- καταλυμακούμαι
- καταλυμακοῡμαι, -όομαι (Α)καταχώνομαι με λίθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -λυμακοῦμαι (< λῦμα «βράχος, πέτρα», πρβλ. πληθ. λύμακες κατά τα βώλακες, λίθακες), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.